ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΥΣΗΜΟΝ ΗΜΕΡΑΝ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ
Ζωηρὴ ἐντύπωση προκάλεσε στὸ πολυπληθὲς ἀκροατήριο, ἀλλά καὶ στὴν πληθώρα τῶν ἀρχιερέων ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν νὰ ἀποτίσουν φόρο τιμῆς μὲ τὴν παρουσία τους, κατὰ τὴν εὔσημον καὶ χαρομόσυνον ἡμέρα τῶν ὀνομαστηρίων τοῦ Πρώτου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἡ ἀναφορά Του εἰς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Βελγίου κ. Ἀθηναγόρα, κατὰ τὴν ἀντιφώνησή Του στὴν ὁμιλία τοῦ πρώτου μεταξύ τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, καὶ ἡ αὐτολεξεὶ παράθεση παραγράφου ἀπό τό κείμενο τῆς ὁμιλίας αὐτοῦ, κατά τὴν πρόσφατη σύναξη τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βελγίου. Ἡ παραπομπὴ τοῦ Παναγιωτάτου ἔχει ὡς ἑξῆς: …Προσφάτως εἰς τὴν Σύναξιν τοῦ ἱεροῦ κλήρου τῆς Μητροπόλεως Βελγίου ἐλέχθη εὐστόχως ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι γκέτο, οὔτε ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸν κάθε εἴδους φανατισμόν. Οἱ ὀρθόδοξοι διαλέγονται μὲ τὴν κοινωνίαν καὶ καταθέτουν εἰς αυτὴν τὴν βασικήν των μαρτυρίαν, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος. Τὸ κάλλος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι λειτουργικόν καὶ ὑπάρχει τόσον εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν ὅσον καὶ εἰς τὴν λειτουργίαν μετὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν» Αἱ θέσεις αὐταὶ ἀπὸ τὴν πρωτεύουσαν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ἀποκτοῦν ἰδιαιτέραν σημασίαν ὅταν βλέπωμεν τὴν σημερινὴν ζοφερὰν περὶ ἡμᾶς πραγματικότητα καὶ τὰ ἐγκλήματα τὰ ὁποῖα διαπράττονται μὲ πολὺν φανατισμὸν ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας.
Ἡ ἀναφορὰ καὶ ἡ παραπομπὴ τοῦ Παναγιωτάτου στὴν ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Βελγίου, ταπεινῶς φρονοῦμε πὼς ἔγινε διὰ νὰ τονισθῇ καὶ νὰ ερμηνευθῇ διὰ ἀκόμη μία φορά, ἡ ποιμαντικὴ μεθοδολογία καὶ ἐκκλησιολογικὴ προσέγγιση τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πρὸς τὸν πλησίον, τὸν διαφορετικὸ, τὸν ἀλλόθρησκο, ἀλλὰ καὶ πρὸς πάντα ἐνδιαφερόμενο, ἢ δυνητικὰ βουλόμενο ἢ ἁπλῶς βουλόμενο «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ὁ Παναγιώτατος ἐναγωνίως καὶ πατρικῶς, προσπάθησε νὰ ἐξηγήσῃ εἰς τοὺς τάχα σκανδαλισθέντας καὶ ἀτάκτως καὶ ἀστόχως θορυβοῦντας – στὴν πραγματικότητα βλέπε στοὺς ἀνέγγιχτους καὶ ἄπειρους τῆς Θεϊκῆς Χάριτος, Ἀγάπης καὶ Ἐλέους – τὴν ἔννοια τῆς πεπλατυσμένης καρδίας, κατὰ τὸν εὔστοχο λόγο τοῦ Γέροντος Σοφρωνίου, ὡς συστατικὸ πολιτισμικὸ βίωμα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ἡ πεπλατυσμένη καρδία, ὡς κέντρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἀνταποκρίνεται ἐλαχίστως, πλημμελῶς καὶ ἀναξίως πρὸς τὸ περίσσευμα Χάριτος, τῆς ἀπείρου Θεϊκῆς ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀμετρήτου ἐλέους τοῦ Κυρίου τὸ ὁποῖο λαμβάνει, συγχωρεῖ καὶ περιχωρεῖ πάντας. Ὁ πιστὸς βεβαίως καὶ συνδιαλέγεται χωρὶς διακρίσεις μὲ ὅλους, δίδοντας κατὰ τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς αῦτοῦ ἡλικίας, αὐθεντικὴ μαρτυρία Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Κυρίου.
Τὰ παραπάνω, οὐδόλως αποτελοῦν μία ἰδεολογικοῦ ἢ διανοητικοῦ τύπου πεποίθηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀλλὰ καθημερινὴ βιοτή, ἐμπειρία καὶ ἀδιάλειπτο στόχο. Ἡ μίμηση – καὶ ὄχι ὁ μιμητισμὸς – τῆς Θεανθρωπίνης θυσίας εἶναι τὸ πλαίσιο τῆς κατάθεσης τῆς Ὀρθόδοξης μαρτυρίας στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἡ τοιαύτη μίμηση της Θεανθρώπινης θυσίας εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ ἀπάντηση στὴν ἀπάνθρωπη καὶ ψευδο-ουμανιστικὴ σύγχρονη πραγματικότητα.
Τὸ πραγματικὸ καὶ ἀναφαίρετο πρωτεῖο τοῦ Παναγιωτάτου (γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος θόρυβος ἐκ τοῦ πονηροῦ γίνεται…) εἶναι αὐτὴ ἡ ἀδιάκοπη θυσία καὶ ἡ διακονία τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸν καθιστᾷ ὀντολογικὰ, καὶ ὄχι κοσμικὰ ἢ ἰδεολογικὰ, Οἰκουμενικό, ἀλλὰ καὶ Πρῶτον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως καὶ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ. Ἡ τοιαύτη θυσία καὶ διακονία ἀποτελοῦσε καὶ ἀποτελεῖ, στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ ἱστορικοῦ καὶ μαρτυρικοῦ Φαναρίου. Ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσιν, ὁ ἄξιος αὐτὸς γόνος τῆς Ἰμβριακῆς γῆς, δὲν κομπάζει ἀγέρωχος, ἀλλὰ παραμένει καρτερικὰ δεόμενος καὶ ἐν ταπεινώσει προσευχόμενος ὑπὲρ τῆς Οἰκουμένης καὶ ὑπὲρ τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσον διὰ τὴν ἀγαθὴ συγκυρία τῆς μνημονεύσεως τοῦ συγκεκριμένου μέρους τῆς ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου Βελγίου ἀπό τὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο κατὰ τὴ σημαντικὴ αὐτὴ ἡμέρα, μόνον τυχαία δὲν εἶναι, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τρανὴ ἀπόδειξη μετοχῆς, συμπόρευσης καὶ κοινωνίας στὴν κοινὴ ποιμαντικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ παράδοση τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Τέλος, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνθαρρύνει καὶ ἐνδυναμώνει ἐν Κυρίῳ ἀκόμη περισσότερο τὸν ἀγῶνα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ νέου Μητροπολίτου Βελγίου κ. Αθηναγόρου.
Οἰκον. Δρ. Κωνσταντίνου Σ. Κενανίδη
Διευθυντοῦ του Ἰνστιτούτου Ὀρθοδόξου Θεολογίας Ἀπόστολος Παῦλος, Βρυξέλλες