Ὁμιλία διὰ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Σταύρου Τριανταφύλλου
«Διὰ θανάτου τὸ θνητόν, διὰ ταφῆς τὸ φθαρτὸν μεταβάλλεις· ἀφθαρτίζεις γὰρ θεοπρεπέστατα, ἀπαθανατίζων τὸ πρόσλημμα· ἡ γὰρ σάρξ σου διαφθορὰν οὐκ εἶδε Δέσποτα, οὐδὲ ἡ ψυχή σου εἰς Ἅδου, ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται».
Οἱ μὲν γιατροὶ μὲ τὰ ἐνάντια γιατρεύουν τὶς ἐνάντιες ἀσθένειες· γιατὶ ξηραίνουν τὰ ὑγρὰ πάθη, καὶ ὑγραίνουν τὰ ξηρά, καὶ θερμαίνουν τὰ ψυχρὰ πάθη, ψυχραίνουν δὲ τὰ θερμά· ὁ Χριστὸς ὅμως ὁ πάνσοφος γιατρὸς δὲν γιατρεύει ἔτσι, ἀλλά, ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο, μὲ τὰ ὅμοια γιατρεύει τὴν φτώχεια τοῦ Ἀδάμ· μὲ τὴν δική του ὕβρη, γιατρεύει τὴν ὕβρη ἐκείνου· μὲ τὸν θάνατό του θεραπεύει τὸν θάνατο τοῦ προπάτορα· καὶ μὲ τὴν ταφή του γιατρεύει τὴν φθορὰ ἐκείνου. Καὶ καθώς, χάριν παραδείγματος, ἕνας εὐσπλαχνικὸς ἄνθρωπος, βλέποντας ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο φορτωμένο ἀπὸ ἕνα ὑπέρμετρο φορτίο, καὶ πεσμένο μαζὶ μὲ τὸ φορτίο μέσα σὲ κάποιο λάκκο, συμπονεῖ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο γιὰ τὸ πέσιμο, καὶ τὸν ἐλευθερώνει μὲν ἀπὸ τὸ φορτίο, παίρνοντας δὲ αὐτὸς τὸ φορτίο τὸ σηκώνει στὸν ὦμο του· ἔτσι καὶ ὁ φιλανθρωπώτατος καὶ εὐσπλαχνικώτατος Σωτήρας μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, βλέποντας τὸ ἄπειρο φορτίο ποὺ ἦταν καταφορτωμένος ὁ Ἀδάμ, καὶ τὸ πέσιμο ποὺ ἔπαθε, ἀφοῦ κατακρημνίστηκε στὸν κατώτατο λάκκο τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδη, συμπόνεσε τὴν ταλαιπωρία του· ἑπομένως γιὰ τὸν πεσόντα κλίνει τοὺς οὐρανούς· γιὰ τὸν πεθαμένο πεθαίνει, γιὰ τὸν τεθέντα στὸν τάφο θάπτεται, γιὰ τὸν καταβάντα στὸν Ἅδη, κατεβαίνει κι αὐτὸς στὸν Ἅδη, καὶ ἔτσι ἐλευθέρωσε μὲν τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ φορτίο τῆς ἁμαρτίας, ἐβάστασε δὲ αὐτὸς τὶς ἀσθένειες ἐκείνου.
Ταῦτα γνωρίζοντας ὁ ἱερὸς μελωδὸς καὶ καταπλαγεὶς γιὰ τὴν θαυμαστὴ καὶ ἀπόρρητη ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς τοῦ Θεοῦ, λέγει, ὦ Δέσποτα τῶν ἁπάντων, τὶ εἶναι τοῦτο τὸ παράδοξο βάθος τῶν ἀνεξιχνιάστων κριμάτων σου; Σὺ διὰ μέσου τῆς ταφῆς σου, δηλαδὴ τῆς δικῆς σου φθορᾶς, μεταφέρεις σὲ ἀφθαρσία ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος Θεοπρεπέστατα· γιατὶ τὶ εἶναι ἄλλον πρέπον στὸν Θεὸ τὸν ὑπεράγαθο καὶ φιλανθρωπώτατο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ ἀφθαρτίζη τὰ φθαρτὰ καὶ νὰ ἀπαθανατίζη τὰ θνητά;
Κάθε χρόνο ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου μας μέσα στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Μᾶς καλεῖ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὶς μέριμνες καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ νὰ προετοιμάσουμε τὴν εἴσοδό Του στὶς καρδιές μας. Νὰ ἐπιστρέψουμε τὴν διάνοιά μας πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο, ποὺ εἶναι «Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρία» (Α´ Κορ. 1,24), γιὰ μᾶς ὅμως τοὺς χριστιανοὺς «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία».
Νὰ κοιτάξουμε τὴν ἐλπιδοφόρα Ἀνάστασή Του, μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴν φθορά, καὶ εὐαγγελίζεται, τὴν σωτηρία μας, τὴν θέωσή μας. Νὰ ἀφήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ καταυγάση τὶς ψυχές μας καὶ νὰ δεχθοῦμε τὴν «καινὴ κτίση», ὥστε νὰ βρεθοῦμε στὴν θέση ἐκείνου τοῦ ληστή, στὸν ὁποῖο ἀπευθύνθηκε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε: «σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσῳ».
Αὐτὸ εἶναι τὸ τελικὸ νόημα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ἀνακαίνισή μας, ὁ ἁγιασμός μας, ἡ σωτηρία μας, ἡ αἰώνια συνάντηση μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Κύριος διαρκῶς στέκεται ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας καὶ τὴν κρούει. Περιμένει νὰ Τοῦ ἀνοίξουμε, δίνοντάς Του τὴν καρδιά μας. Αὐτὴ ἡ προσδοκία τῆς συνάντησης καὶ ἡ ἴδια τελικὰ ἡ συνάντηση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ βίωση μέσα στὴν Θεία Εὐχαριστία τῆς κοινωνίας, ἡ βίωση, μέσα στὴν καθημερινή μας ζωή, τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ ἡ βίωση, στὸν ἑαυτό μας, τοῦ ἀσκητικοῦ τρόπου τῆς Ἐκκλησίας μας. ῾Ο Πατερικὸς λόγος μᾶς ὑποδεικνύει τὴν πορεία πρὸς τὴν σωτηρία μας, πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Καὶ αὐτὴ ἡ πορεία δὲν ἀποτελεῖ τίποτε ἄλλο, παρὰ μία συνάντηση μὲ τὸν Λυτρωτή μας. Γιατὶ τελικὰ ἡ ἴδια ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἐκεῖ ἀποσκοπεῖ, στὸ νὰ συναντήσουμε τὸν Θεό, κατανοῶντας τὶς εὐεργεσίες Του, στὸ νὰ κατοικήση ὁ Χριστὸς μέσα μας καὶ νὰ μορφωθῆ ἐν ἡμῖν, καθιστῶντας μᾶς καινὴ κτίση. Ἐκεῖ βρίσκεται τελικὰ τὸ νόημα τοῦ ἀγῶνα μας, τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας.
Καλὴ Ἀνάσταση!
† Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Σταῦρος Τριανταφύλλου