Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ Πρωτόθρονος Ἐκκλησία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ ἵδρυσίς του χρονολογεῖται ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τὰς πρώτας χριστιανικὰς κοινότητας. Κατὰ τὴν παράδοσιν ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἐκήρυξε τὸ Μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὰς περιοχὰς τοῦ Εὐξείνου Πόντου, τῆς Θράκης καὶ τῆς Ἀχαΐας, ὅπου καὶ ὑπεβλήθη εἰς μαρτυρικὸν θάνατον. Ἡ ἱεραποστολικὴ περιοδεία του ἤρχισε εἰς Σινώπην, πόλιν κειμένην πλησίον τῆς Μαύρης Θαλάσσης, ὅπου ἐχειροτόνησε τὸν Φιλόλογον εἰς Ἐπίσκοπον. Τὸ ἔτος 36 μ.Χ. ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἵδρυσε ἐκκλησίαν εἰς τὰ παράλια τοῦ Βοσπόρου εἰς τὴν πόλιν Βυζάντιον, σημερινὴν Κωνσταντινούπολιν, περισσότερον γνωστὴν σήμερον ὡς Ἰσταμπούλ. Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας εἶναι ὁ Προστάτης Ἅγιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται πανηγυρικῶς τὴν 30ὴν Νοεμβρίου.
Μετὰ τὴν διαίρεσιν τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας εἰς δυτικὴν καὶ ἀνατολικήν, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μετέφερε τὴν πρωτεύουσαν τὸ ἔτος 330 εἰς τὴν μικρὰν πόλιν τοῦ Βυζαντίου, τὴν ὁποίαν μετωνόμασε εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἡ ὁποία ἐγένετο ἐν συνεχείᾳ ἡ πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν περίοδον ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐγένετο Ἀρχιεπισκοπή, ἐν συνεχείᾳ Πατριαρχεῖον καὶ τέλος Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον.
Τὸν 4ον αἰῶνα ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν της τὰς χριστιανικὰς κοινότητας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου καὶ τῆς Θράκης. Ὅτε ἡ Κωνσταντινούπολις ἤρχισε νὰ ἔχῃ μεγάλην πολιτικὴν καὶ πολιτιστικὴν σημασίαν, ηὐξήθη καὶ τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦ 381 ἐδόθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ τίτλος τοῦ Πατριαρχείου καὶ εἶχε τὴν δευτέραν θέσιν μετὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης. Κατὰ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τῆς Χαλκηδόνος (451) ἡ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπεκτείνεται καὶ εἰς τὰς βαρβαρικὰς περιοχάς, τὸ ὁποῖον ἐσήμαινε τὰς χριστιανικὰς κοινότητας τῆς Διασπορᾶς, δηλαδὴ ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῶν ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Οὕτως ἐδόθη ὁ τίτλος Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Ὁ τίτλος Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον εἶναι προνόμιον καὶ ἀνήκει ἱστορικῶς καὶ κανονικῶς εἰς τὸν Θρόνον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπὶ πλέον καθιερώθη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινοουπόλεως δὲν ἦτο πλέον δευτέρα εἰς τὴν τάξιν μετὰ τὴν Ρώμην, ἀλλά – ὡς Νέα Ρώμη – ἀπελάμβανε τὰ ἴδια πρεσβεῖα τιμῆς μὲ τὴν Παλαιὰν Ρώμην.
Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, δύο Ἑλλήνων ἀδελφῶν ἐκ Θεσσαλονίκης, τὸν 9ον αἰῶνα μ.Χ., ὅτε ἤρχισεν ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλάβων, ἡ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπεκτείνετο ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴν θάλασσαν ἕως καὶ τὸν Νέστον ποταμόν, καὶ τὴν περιοχὴν μεταξὺ τοῦ Δουνάβεως καὶ τῶν ὀρέων τῆς Ροδόπης. Οἱ Κύριλλος καὶ Μεθόδιος ἀπεστάλησαν ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου – κατόπιν αἰτήματος τοῦ Βασιλέως τῆς Μοραβίας Ροστισλάβου – καὶ ἦσαν οἱ πρῶτοι οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν κατὰ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὸ κήρυγμά των τὴν Σλαβωνικὴν γλῶσσαν. Ἐπραγματοποίησαν μάλιστα μετάφρασιν τῆς Θείας Λειτουργίας καθὼς ἐπίσης καὶ τῆς Βίβλου εἰς τὴν Σλαβωνικὴν γλῶσσαν, ἡ ὁποία ἐχρησιμοποιεῖτο κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Διὰ τὴν καλυτέραν ἀπόδοσιν τοῦ ἤχου τῆς Σλαβωνικῆς γλώσσης, ἦτο ἀπαραίτητο νὰ δημιουργηθῇ νέον ἀλφάβητον, γνωστὸν ὡς Κυριλλικὸν Ἀλφάβητον ἀπὸ τὸν ἐφευρέτην του Ἅγιον Κύριλλον.
Τὸ ἔτος 988 μ.Χ. ὁ Πρίγκηψ Βλαδίμηρος ἐβαπτίσθη ὀρθόδοξος χριστιανὸς καὶ ἐν συνεχείᾳ ἅπας ὁ λαός του προσῆλθεν εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν. Τὰ ἑπόμενα τριάκοντα ἔτη ἱδρύθησαν μόνον εἰς τὸ Κίεβον τετρακόσιαι Ἐκκλησίαι. Προσεκλήθησαν πρὸς τοῦτο τεχνῖται ἐκ Κωνσταντινουπόλεως καὶ μὲ τὴν εὐκαιρίαν ἐδίδαξαν τὴν τέχνην τῶν εἰκόνων εἰς τοπικοὺς τεχνίτας διὰ τὴν ὀρθόδοξον λατρείαν. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Βλαδιμήρου τὸ 1015 ὅλη ἡ χώρα ἦτο ὀρθόδοξος. Ὁ Πρίγκηψ Βλαδίμηρος ἦτο ὁ ἐγγονὸς τῆς Πριγκηπίσσης Ὄλγας, ἡ ὁποία ἤδη εἶχε βαπτισθῇ εἰς Κωνσταντινούπολιν.
῾Ως Βασιλεὺς ὁ Βλαδίμηρος ἐδέχθη ἐπισκέψεις διπλωματῶν ἀνατολῆς καὶ δύσεως, οἱ ὁποῖοι παρετήρησαν ὅτι οἱ Ρῶσσοι ἦσαν βάρβαροι εἰς τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς των καὶ τῶν προκαταλήψεών των. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Μουσουλμάνοι ὡμίλουν διὰ τὰ πλεονεκτήματα τῆς θρησκείας των ἀντιφάσκοντες μεταξύ των. Τὸ 986 ὁ Βλαδίμηρος παρουσίασε τὸ θέμα τῆς ἐπιλογῆς θρησκείας εἰς Ἐπιτροπὴν εὐγενῶν τῆς χώρας του. Ἀπήντησαν ὅτι δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ πληροφορηθοῦν μὲ τὰ ἀφορῶντα ἑκάστην θρησκείαν παρὰ μόνον ἐὰν ἀπέστελλον ἀντιπροσωπείαν εἰς τὰς διαφόρους χώρας διὰ νὰ ἐκτιμήσουν ἰδίοις ὅμμασιν τὰ πράγματα ἑκάστης θρησκείας.
Ἀπεφασίσθη τοῦτο τὸ σχέδιον. Ἡ ἐπίσκεψις εἰς τὴν δύσιν δὲν ἀπέδωσε ἰδιαίτερους καρπούς, ἐνῶ ἡ ἐπίσκεψις εἰς Κωνσταντινούπολιν εἶχε θετικώτατον ἀπολογισμόν. Ἡ Πόλις ἦτο εἰς τὸ ἀπόγειον τῆς δόξης της καὶ δὲν ὑπῆρχε κτήριον νὰ ἀνταγωνισθῇ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐκτίσθη κατόπιν αἰτήματος τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ καὶ ἄφησε ἀλησμόνητες ἐντυπώσεις. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πρίγκηπος Βλαδιμήρου ὡδηγήθησαν εἰς τὴν μεγάλην Ἐκκλησίαν κατὰ τὴν τέλεσιν μεγάλης ἑορτῆς. Εἶδον τὰς λιτανείας ἐν πομπῇ νὰ διέρχονται ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν, τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην μὲ τὰ ἄμφιά του συμπαραστατούμενον ὑπὸ πολλῶν ἱερέων, διακόνων, ὑποδιακόνων μετὰ θυμιατῶν, τὰς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου νὰ διαπερνοῦν τὸν τροῦλλον καὶ νὰ ἀναμειγνύονται μὲ τὸ θυμίαμα καὶ νὰ καλύπτουν ὅλον τὸν χῶρον τῆς ἐκκλησίας, ἤκουον τὰς ἐπιβλητικὰς μελωδίας τῆς Ἑορτῆς ὑπὸ τῶν ἀρίστων χορῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ ναὸς ἦτο πλήρης ἀπὸ ἀμέτρητον πλῆθος ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι γονατιστοὶ προσεπάθουν νὰ ἀγγίξουν τὰ ἄμφια τῶν λειτουργῶν ἐνῶ τὸ Κύριε Ἐλέησον ἀντηχοῦσε μὲ κατανυκτικὴν μεγαλοπρέπειαν. Ἔμοιαζε μὲ ἀγγελικὴν πομπὴν νὰ κάνῃ τὴν ἐμφάνισίν της κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου.
Ὅτε ἡ ἀντιπροσωπεία ἐπέστρεψε εἰς τὸν Πρίγκηπα Βλαδίμηρον, τοῦ ἀνέφεραν τὰ ἀκόλουθα λόγια ποὺ ἀναφέρονται συχνά: «Δὲν γνωρίζαμε ἐὰν εἴμαστε εἰς τὸν οὐρανὸν ἤ εἰς τὴν γῆν. Δὲν δυνάμεθα νὰ περιγράψωμεν αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐβιώσαμε. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν ἐκεῖ καὶ εἰς οὐδεμίαν ἄλλην θρησκείαν. Ἀδύνατον νὰ τὸ λησμονήσουμε: ὅποιος ἐδοκίμασε τὴν γλυκύτητα δὲν θέλει πλέον νὰ δοκιμάσῃ τὴν πικρίαν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραμείνομεν ἄλλο εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν». Καὶ ἐπρόσθεσαν: «Ἐὰν ἡ θρησκεία τῶν Ἑλλήνων δὲν ἦτο ἡ καλυτέρα, τότε ἡ γιαγιά σας, ἡ πλέον εὐφυὴς γυνή, δὲν θὰ ἐβαπτίζετο ὀρθοδόξως». Τὸ ἐπιχείρημα τοῦτο ἀπεμάκρυνε κάθε ἀμφιβολίαν ἀπὸ τὸν Βλαδίμηρον, ὁ ὁποῖος ἀπαντῶν, ἔθεσε ἁπλῶς τὸ ἐρώτημα: «Ποῦ θὰ βαπτισθοῦμε»;
Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐπέκτεινε εὑρέως τὴν δικαιοδοσίαν του μὲ τὴν εὐκαιρίαν ταύτην.
Τὸ ἔτος 1054 μεγάλες ἐντάσεις μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ὡδήγησαν εἰς τὸ μεγάλο Σχίσμα Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.
Κατὰ τὴν Ὀθωμανικὴν περίοδον ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐτέθη ὡς κορυφὴ ἁπάντων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἐντὸς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Τὸ ποίμνιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐμειώθη ὡστόσο σοβαρῶς μετὰ τὴν μικρασιατικὴν καταστροφὴν κατὰ τὸ ἔτος 1922 διὰ τοῦ ἀγρίου διωγμοῦ τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς ὑποχρεωτικῆς μεταναστεύσεώς των εἰς Εὐρώπην, Ἀμερικήν, Αὐστραλίαν, ὅπου καὶ ἱδρύθησαν νέαι ἐκκλησιαστικαὶ κοινότηται.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχει τὸ πρωτεῖον τιμῆς, ἐν πνεύματι ἀγάπης, μεταξὺ τῶν Προκαθημένων τῶν ἀρχαίων Πατριαρχείων: Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, καὶ τῶν νέων Πατριαρχείων: Μόσχας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν: Κύπρου, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καὶ Σλοβακίας καὶ Οὐκρανίας καὶ τέλος τῶν Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν: Φιλλανδίας καὶ Ἐσθονίας. Ἐπίσης ἔχει μίαν ἱστορικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν εὐθύνην τοῦ συντονισμοῦ καὶ προωθήσεως τῶν δραστηριοτήτων μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Εἰς τὴν διακονίαν τῆς Ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἶναι ὁ ὑπεύθυνος διὰ τὴν σύγκλησιν Πανορθοδόξων Συνόδων, καὶ διὰ τὴν στήριξιν τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Διαλόγου. Πέρα ἀπὸ ὅρια ἐθνικά, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶναι ὁ πνευματικὸς ἡγέτης περισσοτέρων τῶν τριακοσίων ἑκατομμυρίων ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἀνὰ τὸν κόσμον.
ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ
Ἡ ἀνακήρυξις πατριαρχείων διέπεται ἀπὸ δύο ἀρχάς: τὸ ἀποστολικὸν τῆς ἕδρας ἀφ᾽ ἑνός, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τὴν ἀναγκην τῆς ἐγκαθιδρύσεως Ἐκκλησίας εἰς συγκεκριμένας περιστάσεις. Ἀπὸ τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Νικαίᾳ (325) ἐμφανίζεται τὸ πραγματικὸ καθεστὼς τῶν Πατριαρχείων διὰ πρώτην φοράν. Ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀνεγνώρισεν τὸ καθεστὼς τριῶν ἀποστολικῶν ἑδρῶν (κατὰ σειράν: Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας). Ἡ Β´ ἐν Κωνσταντινουπόλει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (381) ἐπεβεβαίωσε τὸ καθεστὼς αὐτὸ καὶ εἰσήγαγε τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς δευτέραν θέσιν κατὰ σειράν. Ἡ σύντομος 3η διάταξις τῆς Β´Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει μὲ σαφήνειαν: «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως δέον ὅπως ἔχῃ τὴν δευτέραν τιμητικὴν θέσιν μετὰ τὸν Ἐπίσκοπον Ρώμης, διότι ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι ἡ Νέα Ρώμη» (ἀπὸ τῆς μεταφορᾶς τοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας 50 ἔτη πρότερον). Ἡ ἀπόφασις αὕτη ἐπεβεβαιώθη ὑπὸ τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος (453), καὶ εἰδικώτερον ὑπὸ τοῦ 28ου κανόνος, διὰ τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ θεσμοῦ τῶν Πατριαρχείων, (κατὰ σειράν: Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων). Τοῦτο ὀνομάζεται θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχείων.
Μετὰ τὸ Σχίσμα τοῦ 1054 τὰ προνόμια τῆς Κωνσταντινουπόλεως (τῆς Νέας Ρώμης) – ἐγκριθέντα ὑπὸ δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων – ἀνῆλθε εἰς τὸν τίτλον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ οὕτω ἐγένετο ὁ πρῶτος μεταξὺ ἴσων, primus inter pares, τῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλάβων καὶ ἀργότερον τῶν νέων Κρατῶν (Ρωσσίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας κλπ.) εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν δημιουργίαν περισσοτέρων ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἔλαβον τὴν Αὐτοκεφαλίαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοιουτοτρόπως τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἔχει τὸ προνόμιον τῆς πρωτοβουλίας καὶ τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑ
Ἡ σύγχρονος Ὀρθόδοξος Διασπορὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ νέα φαινόμενα, ἐξαιρετικὰ καὶ πολύπλοκα. Συνδέεται ἀπὸ ὡρισμένα γεγονότα, τὰ ὁποῖα δὲν προεκλήθησαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ γεγονότα ταῦτα προεκάλεσαν μίαν νέαν κατάστασιν. Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορὰ παραμένει κατάστασις προσωρινὴ καὶ ἔκτακτος. Ἐξ ἀποστάσεως δίδεται ἡ εἰκόνα διηρημένης ὀρθοδοξίας, μὲ περισσοτέρας δικαιοδοσίας καὶ περισσοτέρας ἐπισκοπὰς καὶ ἐπισκόπους εἰς τὸν ἴδιον γεωγραφικὸν τόπον: μὲ ποικιλία καὶ περισσοτέρας δικαιοδοσίας, ἐξαρχίας καὶ ἐνορίας (…). Ἡ ὑπαρξις περισσοτέρων δικαιοδοσιῶν εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς ὀρθοδόξου διασπορᾶς[1].
Πράγματι ἡ κατάστασις αὐτὴ προέκυψε ἐξαιτίας πολλῶν γεγονότων, ὅπως ἡ ἀναγκαστικὴ καὶ τραγικὴ μετανάστευσις ἡ ὁποία ἐγένετο χωρὶς προετοιμασίαν. Ὅπως γνωρίζουμε, ὅλα τὰ παλαίφατα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ νεώτερα πατριαρχεῖα καὶ Αὐτοκέφαλαι Ἐκκλησίαι ἔχουν καθωρισμένην γεωγραφικὴν ἔκτασιν τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας των, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ ἐπεκταθῇ μονομερῶς, χωρὶς τὰ ἀναγκαῖα κανονικὰ ἐρείσματα. Αὐτὴ ἡ περιγραφὴ ἀναφέρεται καὶ εἰς τὸν τίτλον τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν Προκαθημένων των: «Πατριαρχεῖον Μόσχας καὶ πάσης Ρωσσίας» ἤ Σερβίας, ἤ Ρουμανίας κλπ.
Ὑπὸ τὸ πρίσμα τῶν ἀνωτέρω στοιχείων, διαπιστώνουμε ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον εἶναι τὸ πρῶτον τὸ ὁποῖον θέτει τὸ πρόβλημα τῆς Διασπορᾶς καὶ ἐπιθυμεῖ κανονικὴν λύσιν. Εἶναι ἤδη θεσμοθετημένον ὅτι οἱαδήποτε γεωγραφικὴ περιοχὴ ἐκτὸς τῶν ὁρίων μιᾶς δικαιοδοσίας ὑπάγεται εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖον ἔχει κανονικὴν δικαιοδοσίαν ἐκτὸς τῶν ὑπαρχόντων συνόρων. Ἐφ᾽ ὅσον τὰ γεωγραφικὰ σύνορα τῆς δικαιοδοσίας τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν εἶναι καθωρισμένα ἐπακριβῶς ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ ὑπὸ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς ἀνακηρύξεως τῆς καθωρισμένης ταύτης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία ἔχει τὴν πνευματικὴν εὐθύνην ταύτην, ὁποιαιδήποτε ἄλλαι περιοχαὶ ἐκτὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν των συνόρων ἀποτελοῦν τὴν Διασποράν.
Τὰ καθωρισμένα ἤδη γεωγραφικὰ ὅρια δὲν δύνανται νὰ μεταβληθοῦν, οὔτε νὰ αὐξηθοῦν, οὔτε νὰ σμικρυνθοῦν, παρὰ μόνον μὲ νέαν ἀπόφασιν τοῦ ὀργάνου λήψεως ἀποφάσεων ἤ ἄλλου ἁρμοδίου ὀργάνου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον εἶναι ἴσον ἤ ἀνώτερον ἐκείνου ποὺ τὰ καθιέρωσε. Ὅσον ἀφορᾶ τὰ γεωγραφικὰ σύνορα ἅτινα καθορίσθησαν μὲ ἀπόφασιν Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δὲν δύνανται νὰ μεταβληθοῦν παρὰ μόνον ὑπὸ νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τὰ ὑπόλοιπα γεωγραφικὰ σύνορα, τὰ καθωρισθέντα παρὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως διὰ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς ἀνακηρύξεως τῆς Αὐτοκεφαλίας τῶν ἀντιστοίχων Ἐκκλησιῶν, δὲν δύνανται νὰ μεταβληθοῦν παρὰ μόνον μὲ ἀπόφασιν ἀναλόγου ὀργάνου ἤ ἀνωτέρου τοῦ προηγουμένου[2]. Μὲ βάσιν τὸν 28ον Κανόνα τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος[3] καὶ μετὰ τὴν ἑρμηνείαν τῶν «Περιοχῶν τῶν Βαρβάρων[4]» ὡς καθαρῶς γεωγραφικὸν δεδομένον, τὸ δικαίωμα τῆς διοικητικῆς δικαιοδοσίας ὑπερβάσεως τῶν γεωγραφικῶν συνόρων ἀνήκει μόνον εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον[5].
Ἡ βάσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος δὲν εἶναι ἡ Αὐτοκεφαλία, ἀλλὰ τὰ γεωγραφικὰ σύνορα, ἐντὸς τῶν ὁποίων μόνον ἕνας Ἐπίσκοπος εἰς ἕνα τόπον ἐκπροσωπεῖ τὴν μίαν ἐνιαίαν Ἐκκλησίαν. Μία Ἐκκλησία ἡ ὁποία διὰ τῆς παρουσίας καὶ κοινωνίας της ἀποκαλύπτει τὸν νέον λαὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει οὔτε Ἕλλην, οὔτε Ἰουδαῖος, ἀλλὰ μία νέα ἐν Χριστῷ δημιουργία[6].
Ὡς ἐκ τούτου, ἀναφορικῶς μὲ τὴν διοικητικὴν δομὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ Διασπορᾷ, ὁ 28ος Κανὼν τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ὁ χρυσοῦς κανών. Ἀναγνωρίζει τὸ δίκαιον τῆς ἀναλήψεως πρωτοβουλιῶν, ὑπὸ τὴν προεδρείαν καὶ ὑπευθυνότητα τῆς Ἁγίας Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Μάλιστα ὅτε δὲν ὑπῆρχεν ὁ 28ος Κανὼν ἤ ἄλλοι παλαιοὶ Κανόνες δὲν ὑφίσταντο, τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἔχει πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ δίδει τὸ δικαίωμα, κατὰ τὸν πατέρα Ἀλέξανδρον Σμέμαν καθὼς καὶ κατ´ἄλλους μελετητάς, νὰ ἐπαγρυπνῇ διὰ τὰς νέας ἐκκλησιαστικὰς ὀντότητας. Ἡ δικαιοδοσία αὕτη δὲν ἐδόθη πρὸς ἐνίσχυσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, οὔτε διὰ τὴν αὔξησιν τῶν δικαιωμάτων ἤ τῶν προνομίων του, ἀλλὰ διὰ τὴν διαφύλαξιν τῆς τοπικῆς ἑνότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἐν τῇ Διασπορᾷ.
Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴν θὰ εὑρεθῇ λύσις εἰς τὸ πρόβλημα τοῦτο. Ὁ προβληματισμὸς τοῦτος ἐξετάζεται καὶ μελετᾶται ἐπὶ τοῦ παρόντος ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου. Εἶναι σημαντικὸν διὰ τοὺς ὀρθοδόξους πιστοὺς νὰ γνωρίζουν αὐτὴν τὴν κατάστασιν. «Διότι», ἔλεγεν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πρὸ ἐτῶν, «ἐπιθυμοῦμε ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος τὴν ὁποίαν προετοιμάζουμε νὰ μὴν ἀφορᾶ μόνον τοὺς εἰδικούς, τοὺς ἐπισκόπους καὶ θεολόγους, ἀλλὰ ἔκφρασις ἁπασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Πρὸς τοῦτο δέον ὅπως ἀναπτυχθῇ μία συνοδικὴ συνείδησις ἁπάντων τῶν πιστῶν».
Ἀπὸ 19ης ἕως 27ης Ἰουνίου 2016 ἔλαβε χώραν εἰς Κρήτην ἡ ἀναμενομένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος, ὑπὸ τὴν προεδρείαν τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἡ ὁποία συνεκέντρωσε δέκα ἐκ τῶν δεκατεσσάρων Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνὰ τὸν κόσμον. Ἦτο καὶ εἶναι πρόθεσις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἡ ἐνίσχυσις τῆς ἑνότητος τῶν τριακοσίων ἑκατομμυρίων ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Ἡ Σύνοδος αὕτη ἠσχολήθη μεταξὺ ἄλλων καὶ μὲ τὸ πρόβλημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, διὰ τῆς ἐπικυρώσεως ὡρισμένων ληφθέντων ἤδη ἀποφάσεων, ὅπως ἡ δημιουργία Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων εἰς δεκατρεῖς περιοχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, (ἀπόφασις τῆς Δ´ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως, συνελθούσης ἐν Σαμπεζύ <Γενεύης> τὸν Ἰούνιον τοῦ 2009). Ἅπασαι αἱ Ὀρθόδοξοι τοπικαὶ Ἐκκλησίαι εἶχον ἐκφράσει ὁμοφώνως τὴν ἐπιθυμίαν των νὰ ἐπιλυθῇ τὸ θέμα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς τὸ συντομώτερον δυνατὸν καὶ τὴν διοργάνωσίν της συμφώνως πρὸς τὴν κανονικὴν ἐκκλησιολογικὴν τάξιν καὶ πρακτικὴν παράδοσιν. Ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐφαρμοσθῇ ἀμέσως μὲ τὴν αὐστηρὴν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, ἀπεφασίσθη νὰ ὑπάρχῃ μεταβατικὴ περίοδος ὡς βάσις μιᾶς λύσεως αὐστηρῶς κανονικῆς τοῦ θέματος τούτου. Ἡ πρόθεσις εἶναι νὰ ὑπάρχῃ σεβασμὸς τῆς κανονικότητος, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν εἷς μόνον ἐπίσκοπος ἔχει τὴν ποιμαντικὴν εὐθύνην δι᾽ ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς μιᾶς καθωρισμένης γεωγραφικῆς περιοχῆς. Δὲν ἐδόθη ἀκόμη λύσις εἰς τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς. Χρειάζεται ἀκόμη χρόνος διὰ τὴν ἐπίτευξιν λύσεως.
[1] Συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τὸ Ἄρθρον τοῦ Μητροπολίτου Ἑλβετίας κ. Δαμασκηνοῦ σχετικῶς μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Διασποράν σελ. 2, Διορθόδοξος προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή, 1990, Chambésy-Genève.
[2] Ibid., pp6-7
[3] L’Archevêque de Constantinople a par celle-ci le droit d’ordonner des Métropolites du Pont, d’Asie et de Thrace, les convoquer pour un Synode ou juger dans des différents et par cela aussi le droit d’ordonner des évêques dans les régions barbares.
[4] Initialement comme des régions non grecques, ensuite comme des régions en dehors de l’Empire Byzantin et le jour d’aujourd’hui comme des régions en dehors des frontières des Eglises Autocéphanes.
[5] Cf. aussi les canons 2 et 3 du IInd Concile Œcuménique (Constantinople) 9,17 et 28 du IVème Concile Œcuménique (Chalcédoine) en 36 du Concile in Trullo.
[6] Archiprêtre Alexandre Schmemann, Du néopapisme dans l’Orthodoxie (1954), p.72-et repris dans Le Patriarcat Œcuménique dans l’Eglise Orthodoxe, de la main du Métropolite Maxime de Sardes, Paris, 1975, pp. 388 e.v.