Benelux logo
Greek logo

Επικαιρότητα

Η Ιερά Μητρόπολη Βελγίου για την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού

Η Ιερά Μητρόπολη Βελγίου και Εξαρχία Κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου με την πληροφορία της εις Κύριον εκδημίας του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κυρού Στυλιανού επιθυμεί να εκφράσει τα συλλυπητήρια αισθήματά της τόσο προς την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, τον κλήρο και τον λαό της, όσο και εν γένει στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός υπήρξε ένας φωτισμένος ιεράρχης της Μητρός Εκκλησίας, γνήσιος εκφραστής του πνεύματος και της παράδοσης του Φαναρίου, ακραιφνής θεολόγος και διακεκριμένος ποιητής, ο οποίος δαπάνησε την ζωή του στην διακονία της ομογένειας στην μακρινή Αυστραλία για τεσσεράμισι δεκαετίες, με ζήλο και όραμα.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βελγίου κ. Αθηναγόρας έτυχε της αβραμιαίας φιλοξενίας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, όταν το 2012 ως Επίσκοπος Σινώπης βρέθηκε στην Αυστραλία για λόγους υπηρεσιακούς, γεγονός το οποίο του χάρισε την δυνατότητα να τον συναναστραφεί περισσότερο και να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς την ευρύτητα του πνεύματος και της καρδίας του, καθώς και την θεολογική του δεινότητα.

Στυλιανού του μακαρία τη λήξει γενομένου ιεράρχου διαπρεπούς του Πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου αιωνία η μνήμη!

 

Ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ.κ. Στυλιανός Χαρκιανάκης

Γεννηθείς εἰς τό Ρέθυμνο Κρήτης (29-12-35), ἐσπούδασε εἰς τήν Θεολογική Σχολή Χάλκης Κωνσταντινουπόλεως. Περί τά τέλη τοῦ 1957 ἐχειροτονήθη εἰς Διάκονον ἐν Χάλκῃ, λαβών τό Πτυχίο τῆς Θεολογίας. Ἐχειροτονήθη εἰς τό Ρέθυμνο τό 1958 εἰς Πρεσβύτερον, καί ἔλαβε ὑποτροφία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά νά πραγματοποιήσει Μεταπτυχιακάς σπουδάς Συστηματικῆς Θεολογίας καί Φιλοσοφίας τῆς Θρησκείας ἐν Βόννῃ, τότε Δ. Γερμανίας (1958-1966).

Διά νά ἀνακηρυχθεῖ Διδάκτωρ Θεολογίας ἀπό Ὀρθόδοξο Θεολογική Σχολή, καί ὄχι νά λάβει Διδακτορίαν ἀναλόγου ἑτεροδόξου Πανεπιστημιακῆς Σχολῆς τῆς Δύσεως, ὑπέβαλε τό 1965 τήν ἐπί Διδακτορίᾳ Διατριβή του «ΠΕΡΙ ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τῌ ΟΡΘΟΔΟΞῼ ΘΕΟΛΟΓΙᾼ» (ἑλληνιστί), εἰς τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί ἀνεκηρύχθη Διδάκτωρ μέ βαθμό ἄριστα.

Ἐπιστρέψας ἐκ Γερμανίας τό 1966, διωρίσθηκε Ἡγούμενος τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ Ἱστορικῆς Πατριαρχικῆς Μονῆς τῶν Βλατάδων (14ου αἰ.), λαβών τήν ἐντολήν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου νά συνεργασθεῖ μέ ἄλλους ἐπιστήμονας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ Θεολογικῆς Σχολῆς, πρός ἵδρυση ἐντός τῆς Ἱστορικῆς Μονῆς τoῦ γνωστοῦ σήμερα «Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν».

Συντόμως, κατέστη Ἀντιπρόεδρος τοῦ ἐρευνητικοῦ τούτου Κέντρου, καί μετά λίγους μῆνας Πρόεδρος αὐτοῦ. Μέ τήν ἀποπεράτωση τῆς ἐπί Ὑφηγεσίᾳ Διατριβῆς του, ὑπό τόν τίτλο «ΤΟ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ Β’ ΒΑΤΙΚΑΝΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» (Θεσσαλονίκη, 1969), ἀνεκηρύχθη Ὑφηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Εἰς τά ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια, ἐδίδαξε σέ διάφορες Θεολογικές Σχολές καί Ἀκαδημαϊκά Ἱδρύματα, ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος, ἰδιαίτερως δέ ἐν τῇ ἐν Regensburg Δ. Γερμανίας Ρωμαιοκαθολικῇ Θεολογικῇ Σχολῇ τοῦ Πανεπιστημίου (1973).

Περί τό τέλος τοῦ 1970 εἶχε ἐκλεγεῖ παμψηφεί ἀπό τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο, Τιτουλάριος Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως καί Ἔξαρχος τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου διά τό Ἅγιον Ὄρος.

Πέντε χρόνια ἀργότερα, καί πάλι παμψηφεί, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας, ἀφιχθείς εἰς τό Σύδνεϋ τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1975.

Ἐδημοσίευσε πλεῖστα ὅσα ἐπί θεμάτων Συστηματικῆς Θεολογίας, ἰδίως δέ Ἐκκλησιολογίας, σέ διεθνῆ θεολογικά περιοδικά, καί ἐξεπροσώπησε τό Οἰκ. Πατριαρχεῖον σέ Συνελεύσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί σέ Διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους.

Ἀπό τό 1975 ἐδίδαξε ἀρκετά χρόνια Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Πνευματικότητα εἰς τό Πανεπιστήμιο τοῦ Σύδνεϋ. Ἐξελέγη παμψηφεί ἀπό ὅλους τούς Ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς ὁ μόνιμος Πρόεδρος Αὐτῶν, εἰς τόν Ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (Πάτμος-Ρόδος, 1980), ἔχων Συμπρόεδρον, ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τόν ὑπό τοῦ Βατικανοῦ ὁρισθέντα Καρδινάλιο Johannes Willebrands.

Ἀφοῦ ὑπηρέτησε εὐόρκως ἐπί δύο καί πλέον δεκαετίας εἰς αὐτήν τήν ἄκρως ὑπεύθυνη καί δυσχερῆ θέση, ὑπέβαλε διά τρίτη φορά (15-4-2003) τήν ἐκ τοῦ Διαλόγου παραίτησή του χωρίς νά ὑποχωρήσει πλέον, ὅπως εἶχε γίνει τίς δύο προηγούμενες φορές, ὅτε δέν εἶχε γίνει δεκτή ἐκ Φαναρίου ἡ ἐν λόγῳ παραίτηση.

Συγχρόνως, μέ τήν ὁριστική παραίτησή του, ἐδημοσίευσε ἐκτενῆ Ἔκθεση εἰς τήν Ἐπιστημονικήν Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ὑπό τόν τίτλο «ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑΝ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΩΝ» (τομ. 13, Θεσσαλονίκη 2003).

Εἶναι ἐπίσης ἀνεγνωρισμένος Δοκιμιογράφος καί Ποιητής, ἔχων δημοσιεύσει 37 αὐτοτελεῖς Ποιητικές Συλλογές (ὅλες εἰς τά ἑλληνικά, καί μερικές σέ δίγλωσση ἔκδοση μέ ἀγγλική μετάφραση).

Διά τήν οὐσιαστική συμβολή του εἰς τόν Εὐρωπαϊκό Πολιτισμό, ἔλαβε ἀπό τήν ἁρμοδία Ἑλλανόδικο Ἐπιτροπή τό ὑψηλοῦ κύρους Βραβεῖο «Gottfried von Herder Prize» ἀπό τό Πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης (1973), μέ κύριον εἰσηγητή τόν διεθνῶς διαπρεπῆ Κλασσικό Φιλόλογο Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Βιέννης Albin Lesky.

Λίγα χρόνια ἀργότερα, μέ κύριον εἰσηγητή τόν διεθνῶς γνωστό Συγγραφέα Παντελῆ Πρεβελάκη, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός ἔλαβε τό Βραβεῖο Ποιήσεως ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, γιά τό ἔτος 1980.

Τό Πανεπιστήμιον Lublin Πολωνίας τόν ἀνεκήρυξε Ἐπίτιμο Διδάκτορα (1985), ἐνῷ τό Συλλογικό Σῶμα τῶν ἐν Σύδνεϋ Θεολογικῶν Σχολῶν (Sydney College of Divinity), ἀνεκήρυξε τοῦτον πρῶτον Ἐπίτιμο Διδάκτορά του (2001). Ἀπό τό ἴδιο Συλλογικό Ἀκαδημαϊκό Σῶμα, καί μέ ἀξιολόγηση ἀπό ἀνεξάρτητη Ἀκαδημαϊκή Ἐπιτροπή διαφόρων Σχολῶν, ἀνεγνωρίσθη ἐπισήμως ὡς Καθηγητής. Τό Πανεπιστήμιον Κρήτης ἐπίσης (Σχολή Ἐπιστημῶν τῆς Ἀγωγῆς) τόν ἀνεκήρυξε Ἐπίτιμο Διδάκτορα (2014).

Γνωστός ἀπό τό 1986, ὡς ὁ Ἱδρυτής καί Κοσμήτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀπ. Ἀνδρέου, διδάσκει ἔκτοτε εἰς αὐτήν τά μαθήματα Συστηματικῆς Θεολογίας.