Διονύσιος Καλαμβρέζος: 200 Χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821
Η Επανάσταση του 1821, το ιδρυτικό γεγονός του ελληνικού κράτους, έχει μεγάλη ιστορική, εθνική, κοινωνική σημασία. Όχι μόνο γιατί δημιούργησε τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και γιατί οι παρακαταθήκες, τα διδάγματα και οι αξίες της διαμόρφωσαν το μέλλον της χώρας. Από το 1821 αρχίζει μια νέα μεγάλη πορεία του ελληνικού έθνους, γεμάτη από πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες για γεωγραφική, πολιτική και οικονομική σταθεροποίηση μιας μικρής χώρας, με δημοκρατία και ελευθερία.
Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε η τελευταία σε μια μακρά σειρά επαναστατικών κινημάτων που εκδηλώθηκαν στον ελληνικό χώρο ήδη από την εποχή της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Η ευόδωση της Επανάστασης του ’21 υπήρξε αποτέλεσμα καθοριστικών παραγόντων που έλειπαν στα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα, αλλά υπήρχαν το 1821, όπως η εθνική αυτογνωσία, η πνευματική ωριμότητα του έθνους, η οικονομική του ανάπτυξη, η δημογραφική του εξάπλωση, η παρουσία και συμμετοχή σημαντικών προσωπικοτήτων.
Στην εμπέδωση της εθνικής αυτογνωσίας, ιδίως από τα μέσα του 18ου αιώνα, συνέβαλαν καθοριστικά οι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ένα πλέγμα διανοητικών και ιδεολογικών αλλαγών, που προέκυψαν από διευρυνόμενες πνευματικές και πολιτισμικές επαφές του νέου ελληνισμού με τη Δύση κατά τον 18ο αιώνα, εξέφρασε και μορφοποίησε στο επίπεδο της παιδείας, της ιδεολογίας, και της κοινωνικής κριτικής, τις επιδιώξεις και την αντίληψη που είχαν για τον κόσμο, οι νέες κοινωνικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν, με μεγάλο δυναμισμό, στη σκηνή της ελληνικής ιστορίας, τον 18ο αιώνα. Μέσα στη δυναμική του, το κίνημα του Διαφωτισμού αμφισβήτησε τις παραδοσιακές πραγματικότητες που κυριαρχούσαν στην Τουρκοκρατούμενη Ανατολή. Πρότεινε και προώθησε νέα συστήματα αξιών, νέα συστήματα παιδείας και ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα.
Όμως στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και του συλλογικού βίου των Ελλήνων στα χρόνια της τουρκοκρατίας, στην καλλιέργεια και εμπέδωση της εθνικής αυτογνωσίας παίζει καθοριστικό ρόλο, εκτός από την ελληνικότητα, η παράδοση της Εκκλησίας, αλλά και ο θεσμός των κοινοτήτων αντανακλώντας την αντίσταση του χριστιανικού πληθυσμού στην οικονομική και εθνική και θρησκευτική καταπίεση. Η Εκκλησία συμβάλλει καθοριστικά στη μη αφομοίωση του χριστιανικού πληθυσμού από τον ισλαμικό κόσμο. Έτσι, η θρησκευτική πίστη, η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, το πολιτισμικό υπόβαθρο και η συναίσθηση της εθνικής ταυτότητας γίνονται τα κρίσιμα εν προκειμένω στοιχεία εθνικής αυτογνωσίας. Η Εκκλησία κινούμενη σε συμπληγάδες, σε γενικές γραμμές, συνέβαλε μέσω και του εκπαιδευτικού έργου της στη διαφύλαξη της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, της διατήρησης του ορθόδοξου χαρακτήρα της, την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας και τη διάσωση της κλασικής και βυζαντινής πνευματικής κληρονομιάς.
Ομάδες Ελλήνων ίδρυσαν μυστικές οργανώσεις για την προετοιμασία της εθνικής εξέγερσης. Ο Ρήγας Φεραίος (1757-1798) πρότεινε τη δημιουργία μιας βαλκανικής δημοκρατίας και επεξεργάσθηκε την Πολιτική Διοίκηση, εμπνευσμένη από το γαλλικό σύνταγμα του 1793. Άλλες οργανώσεις, που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως η “Φιλική Εταιρεία”, που ιδρύθηκε στην Οδησσό το 1814, επρόκειτο να οργανώσει γύρω της όλες τις δυνάμεις του έθνους και να αρχίσει την Επανάσταση.
Εκείνοι που πήραν αρχικά την πρωτοβουλία για την ουσιαστική προετοιμασία της Επανάστασης ήταν έμποροι και προοδευτικοί διανοούμενοι, που ταύτιζαν το ιδανικό του φιλελευθερισμού και το ιδανικό της εθνικής ανεξαρτησίας. Από το 1819, όταν φάνηκε πως η επανάσταση ήταν αναπόφευκτη και επικείμενη, η Εταιρεία ανοίχτηκε σε ανθρώπους που ανήκαν σε άλλες ομάδες, όπως τους Φαναριώτες, τους προεστούς, τους ιερωμένους.
Από τους αλληλοσυγκρουόμενους προσανατολισμούς των Επαναστατών, τον αστικό φιλελευθερισμό, το δημοκρατικό ή επαναστατικό πνεύμα, τις ολιγαρχικές τάσεις, μια στρατηγική που υπογράμμιζε τη σημασία της άμεσης ένοπλης δράσης, μια δεύτερη στρατηγική αναμονής, που τόνιζε την αναγκαιότητα μορφωτικής και πολιτικής προετοιμασίας και την υποστήριξη από ξένες δυνάμεις, έπρεπε να προσδιορισθεί η κοινή πορεία.
Το ζήτημα γινόταν πιο σύνθετο και από τον ειδικό και πολύπλοκο χαρακτήρα του ελληνικού κινήματος, που ήταν ένα κίνημα εθνικό, αλλά και ταυτοχρόνως κίνημα ενός χριστιανικού λαού ενάντια στον μουσουλμάνο κατακτητή που δεν ήταν εύκολο να θεωρηθεί νόμιμος. Επίσης, ήταν κίνημα ενός λαού που σε εκείνη τη ρομαντική εποχή είχε υποβλητική δύναμη και επηρέαζε την παγκόσμια κοινή γνώμη, δημιούργησε τον φιλελληνισμό, και οι κυβερνήσεις, ακόμα και οι πιο απολυταρχικές, έπρεπε να υπολογίζουν.
Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος υπήρξε το αποτέλεσμα αυτών των διαφορετικών, ενίοτε αντιφατικών διεργασιών. Σε αυτήν την κορυφαία πολιτική πράξη συμπυκνώθηκαν πολύχρονες οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες, οι οποίες με τη σειρά τους επιταχύνθηκαν αλλά και άλλαξαν μέσα στην διαδικασία της επανάστασης.
Η αναδρομή στις πρώτες ενέργειες για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου ελληνικού κράτους αποκαλύπτει τα ιδεολογικά και πολιτικά θεμέλια, επάνω στα οποία οι επαναστατημένοι Έλληνες θέλησαν να στηρίξουν το νεοσύστατο κράτος, το μείγμα το οποίο συνέθεσαν με στοιχεία από το παρελθόν, αλλά και την εποχή τους.
Τα πρώτα θεσμικά κείμενα, που συντάχθηκαν ταυτόχρονα με την εξελισσόμενη επανάσταση, ταυτόχρονα δηλαδή με σκληρές μάχες εναντίον του δυνάστη, αλλά και με εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών της Επανάστασης, δηλαδή τα πρώτα τρία «Επαναστατικά» Συντάγματα, αποτελούν τη θεσμική αποκρυστάλλωση της πολιτικής ιδεολογίας της Επανάστασης.
Τα τρία Συντάγματα που προέκυψαν από τις Εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου (1822), τεκμηρίωσαν, ότι οι Έλληνες αγωνίσθηκαν όχι μόνο για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, αλλά και για να δώσουν κρατική υπόσταση στο Έθνος, το οποίο διαφύλαξαν υπό καθεστώς δουλείας αιώνων, και να δημιουργήσουν κράτος δημοκρατικό, με κατοχυρωμένα όλα τα μέχρι τότε διαμορφωμένα δικαιώματα του ανθρώπου.
Σύμφωνα με τη Διακήρυξη του πρώτου Συντάγματος, «το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων «Παραστατών» του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων «την Πολιτικήν αυτού Ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν». Με τη Διακήρυξη αυτή απευθύνονται οι συντάκτες προς τον ελληνικό λαό και τον πολιτισμένο κόσμο ως «απόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου έθνους των Ελλήνων, σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων και ευνομουμένων λαών της Ευρώπης» για να διαβεβαιώσουν μεταξύ άλλων ότι «ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών…. είναι πόλεμος εθνικός…», στον οποίο εξηγούν ότι αποδύθηκαν «κρίνοντες ανάξιον να ζώμεν πλέον ημείς οι απόγονοι του περικλεούς εκείνου έθνους των Ελλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδίαν μάλλον των αλόγων ζώων παρά των λογικών όντων. .».
Επιπλέον στα πρώτα ελληνικά Συντάγματα αποτυπώνεται η βαρύτητα της χριστιανικής πίστης ως στοιχείου της ελληνικής ταυτότητας. Σύμφωνα με την διάταξη για την ιθαγένεια του νέου κράτους: «Όσοι αυτόχθονες Έλληνες της επικράτειας της Ελλάδας πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων.
Eμφύλιες συγκρούσεις, και στρατιωτικές αποτυχίες τα επόμενα χρόνια (1825 – 1827) σκοτείνιασαν τον ορίζοντα και το καλοκαίρι του 1827, η πορεία της Επανάστασης φαινόταν καταδικασμένη.
Η πορεία αυτή ανατράπηκε από μια σειρά παρεμβάσεων του διεθνούς παράγοντα. Οι Pωσία, Aγγλία και Γαλλία, μετά τον ηθικό θρίαμβο και την αντοχή της Eλληνικής Eπανάστασης, συνασπισμένες για να καταστέλλουν τις επαναστάσεις, συνέπραξαν τελικά με τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβρης 1827), υπέρ μιας επανάστασης, προς αίσιο τερματισμό της.
Η Ελληνική Επανάσταση αναγνωρίζεται ως ένα σύνθετο γεγονός της παγκόσμιας ιστορίας και εγγράφεται στην «Εποχή των Επαναστάσεων» που ξεκίνησε με την Αμερικανική Επανάσταση το 1775 και εκτείνεται έως το 1848.
Σήμερα 200 χρόνια μετά την Επανάσταση, η επανεξέταση των ιστορικών συμβάντων, η επανερμηνεία τους σήμερα, η αναζήτηση του κοινού νήματος του τότε και του τώρα, μπορεί να δίνει απαντήσεις στο ερώτημα πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε όρους και συνθήκες εθνικής ελευθερίας, πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα μέλλον ανάπτυξης και ελευθερίας.
Η συνειδητοποίηση των θυσιών και της προσφοράς ζωής που έκαναν οι αγωνιστές του 1821 και ο αγωνιζόμενος λαός της εποχής εκείνης μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη και διαυγέστερη αντιμετώπιση των σημερινών εθνικών αναγκών και στόχων.
Οφείλουμε να στοχαστούμε και σήμερα για την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία, για το κόστος των εμφυλίων, για τη μη έγκαιρη διαμόρφωση συνθέσεων και συναινέσεων. Γιατί αυτή η μάχη στην ιστορία δεν δίνεται μόνο μια φορά. Κάθε εποχή οφείλει να δίνει το δικό της αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.
Η οικοδόμηση αποτελεσματικών θεσμών, η βελτίωση της οικονομίας, η ποιότητα των πολιτικών σχέσεων, ο σεβασμός του άλλου, η διαμόρφωση ενός ισχυρού συλλογικού Εμείς, όπως τότε το 1821, που θα εδράζεται στο κοινό καλό και στο δημόσιο συμφέρον, οι ειρηνικές, σταθερές και αμοιβαίως επωφελείς σχέσεις της χώρας μας με άλλες χώρες, η αποφασιστικότητα να προταχθεί το κοινό καλό στα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, απέναντι σε προσωπικά συμφέροντα, η ενίσχυση του έθνους ώστε να βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στις δικές του δυνάμεις είναι μεγάλες εθνικές επιδιώξεις που θα απηχούσαν σήμερα το πνεύμα του ‘21.
Την 25η Μαρτίου, επέτειο της ημέρας έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, οι Έλληνες τιμούν την επέτειο της εθνικής τους χειραφέτησης και την επανεμφάνιση του ιστορικού έθνους τους στο διεθνές προσκήνιο. Επίσης τιμούν την επιβεβαίωση του φρονήματος της αντίστασης στην αυθαιρεσία και στην ανελευθερία. Τιμούν τη δικαίωση της ουσίας της ύπαρξης τους και επιβεβαιώνουν την αξία της στην παγκόσμια Ιστορία.