Ἀείμνηστος Μητροπολίτης Θυατείρων κυρὸς Γερμανὸς Στρινόπουλος (1872-1951)
Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Θυατείρων κ. Γερμανὸς Στρινόπουλος (1872-1951) ἐγεννήθη εἰς τὸ χωρίον Δελλιῶνες τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἀπὸ πτωχὴν οἰκογένειαν. Ἐσπούδασε εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὰ Πανεπιστήμια τῆς Λειψίας, τοῦ Στρασβούργου καὶ τῆς Λωζάννης. Τὸ 1903 ἔλαβε διδακτορικὸν τίτλον εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τῆς Λειψίας. Ἀπὸ τοῦ 1904 ἕως τὸ 1922 διετέλεσε Κοσμήτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης καὶ συνέβαλε τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἐπιμόρφωσιν τῶν μελλόντων Ἀρχιερέων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Τὸ 1912 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σελευκείας. Τὴν 1ην Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθη εἰς Ἐπίσκοπον εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ´ ἐτέλεσε τὴν χειροτονίαν του μὲ συλλειτουργοὺς τοὺς Μητροπολίτας Βιζύης κ. Ἄνθιμον, Μαρωνείας κ. Νικόλαον, Σισσανίου κ. Ἱερόθεον, Δέρβης κ. Παρθένιον καὶ Κρήνης κ. Θεόκλητον. Τὴν 24ην Μαρτίου 1922 ἐξελέγη Μητροπολίτης Θυατείρων μὲ ἕδραν τὸ Λονδῖνον καὶ Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος Κεντρικῆς καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης. Ταυτοχρόνως διωρίσθη Ἀποκρισσάριος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Μελετίου Μεταξάκη εἰς τὴν Ἀρχιεπισκοπὴν τοῦ Καντέρμπουρυ. Ἦτο εἰς τὴν ἐποχήν του ὁ πλέον γνωστὸς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τὸν Διορθόδοξον καὶ Διαχριστιανικὸν Διάλογον, καθὼς καὶ παραγωγικὸς συγγραφεύς.
Τὸ ὄνομα τοῦ Γερμανοῦ Στρινοπούλου συνδέεται στενῶς μὲ τὴν ἱστορίαν τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως, τουλάχιστον ἀπὸ πλευρᾶς ὀρθοδόξου συμμετοχῆς καὶ συνεργασίας. Πράγματι εἶναι εἷς ἐκ τῶν πρωτοπόρων προσωπικοτήτων τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Συμμετεῖχε εἰς τὸ οἰκουμενικὸν κίνημα τὸ 1920 διὰ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ἔχων πρωταρχικὸν ρόλον εἰς τὴν σύνταξιν τῆς «Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου Ἐπιστολῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἰς τὰς Χριστιανικὰς Ἐκκλησίας παγκοσμίως (1920)». Συνέβαλε ἐνεργῶς εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (WCC). Ἦτο μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν δεκατεσσάρων ἡ ὁποία εἰργάσθη διὰ τὴν συγχώνευσιν τῶν κινήσεων «Πίστις καὶ Τάξις» καὶ «Ζωὴ καὶ ἐργασία» εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν. Τὴν ἰδίαν περίοδον ὁ Μητροπολίτης Γερμανὸς συμμετέσχε ἐνεργῶς εἰς τὴν κίνησιν ὡς Ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Πρόεδρος τῶν Ὀρθοδόξων Ἀντιπροσωπειῶν. Εἰς ὅλας τὰς Διασκέψεις τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐξεπροσωπήθη ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Θυατείρων Γερμανοῦ καὶ ὄχι ὑπὸ Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου ἐκ Φαναρίου. Κατὰ τὴν πρώτην γενικὴν συνέλευσιν τοῦ (WCC) εἰς Ἄμστερνταμ (1948) ἐξελέγη ὡς εἷς ἐκ τῶν ἕξ Προέδρων τοῦ Συμβουλίου.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανὸς φροντίζει διὰ τὰς Ἐνορίας Δυτικῆς καὶ Κεντρικῆς Εὐρώπης καὶ ἐπισκέπτεται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὸ Βέλγιον, ὅπου ὑπῆρχον τὴν ἐποχὴν ἐκείνην δύο Ἐνορίαι, μία εἰς Ἀμβέρσαν καὶ ἡ ἄλλη εἰς Βρυξέλλας. Τὰ ταξείδια ταῦτα δὲν ἦσαν εὔκολα, ἀκόμη καὶ ἡ Μητρόπολίς του δὲν εἶχε τὴν οἰκονομικὴν δυνατότητα νὰ τὰ χρηματοδοτήσῃ. Παρ᾽ ὅλας ὅμως τὰς δυσκολίας τὰ ἐπιτεύγματα ἦσαν ἀξιοθαύμαστα καὶ τιμοῦν ἰδιαιτέρως τὸν μέγα Ἱεράρχην. Ἀπεβίωσε τὴν 23ην Ἰανουαρίου 1951 καὶ ἐτάφη εἰς Λονδῖνον.